- εξαγνιστήριος
- α, ο [ος и ία , ον], εξαγνιστικός, ή , ό[ν] очистительный, искупительный; относящийся к очищению (души), искуплению (вины), заглаживанию (ошибки и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαγνιστήριος — α, ο αυτός με τον οποίο γίνεται ο εξαγνισμός, εξιλαστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
εξαγνιστήριος — α, ο που εξαγνίζει, που χρησιμεύει ή που είναι κατάλληλος για εξαγνισμό (βλ. λ.), εξαγνιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
εξαγνιστικός — ή, ό εξαγνιστήριος («εξαγνιστικές τελετές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek
εξαγνιστικός — ή, ό επίρρ. ά εξαγνιστήριος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)